- εἰσαγομένου
- εἰσάγωlead inpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въводимыи — (8*) прич. страд. наст. 1.Введенный, приведенный куда л.: ˫Аκο страшьнъ соудъ твои г҃и анг҃ломъ прѣдъсто˫ащимъ. чл҃вкомъ въводимомъ. СбЯр XIII, 214 об.; чимъ ѥгда вводими в первыи д҃нь. б҃у положиша (ѥ) исповѣдаша(с) пре(д) многими послухи. (ἐν… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek